φθογγήεις

φθογγήεις
φθογγ-ήεις, εσσα, εν, [var] contr. [full] φθογγῆς,
A sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθογγήεις — sounding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθογγήεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, ῆντος, Α αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις), βλ. λ. όεις] …   Dictionary of Greek

  • φθογγήεντας — φθογγήεις sounding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθογγήεντος — φθογγήεις sounding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”